παραλλήλως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραλλήλως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραλλήλως. Συγχρονικά αναλύεται σε παράλληλ(ος) + -ως

Επίρρημα

παραλλήλως

Πηγές

  • παράλληλος (& παράλληλα, παραλλήλως) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παραλλήλως < παράλληλ(ος) + -ως

Επίρρημα

παραλλήλως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.