παραεκκλησιαστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραεκκλησιαστικά < παραεκκλησιαστικ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.e.kli.si.a.stiˈka/
Μεταφράσεις
παραεκκλησιαστικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παραεκκλησιαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παραεκκλησιαστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.