παραδείσια

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παραδείσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παραδείσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.