παραγοντοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παραγοντοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραγοντοποιώ
  2. θα παραγοντοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραγοντοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παραγοντοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παραγοντοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.