παραγνωρίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
παραγνωρίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραγνωρίζω
- θα παραγνωρίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραγνωρίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
παραγνωρίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παραγνώριση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.