παραδόξως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραδόξως < παράδοξος
Επίρρημα
παραδόξως
- κατά παράδοξο τρόπο, για κάτι που φαίνεται παράδοξο
- Παραδόξως, σήμερα έχω καλή διάθεση.
Μεταφράσεις
παραδόξως
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.