πανκ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pank/
Ουσιαστικό
πανκ θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) ροκ μουσική με γρήγορο ρυθμό και τέμπο
- κοινωνικό κίνημα διαμαρτυρίας κατά των συμβατικών και κατεστημένων τρόπων συμπεριφοράς κι ένδυσης, που εκφράστηκε με αντισυμβατικά μέσα, π.χ. σκισμένα ρούχα, ασυνήθιστο κούρεμα, έντονο βάψιμο ή μακιγιάζ. Εκδηλώθηκε στη Μεγάλη Βρετανία και τις Η.Π.Α, στα τέλη της δεκαετίας του 1970
Συγγενικά
- πανκιό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.