μπλαμπλά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπλαμπλά < διεθνής έκφραση bla-bla

Ουσιαστικό

μπλαμπλά ουδέτερο άκλιτο

  1. μακρά συζήτηση, μακρηγορία
  2. αντιπαράθεση γνωμών χωρίς κατάληξη
  3. δυσφορία, που προκαλείται από μακρηγορία
  4. φορτική συζήτηση
    "τον έπιασε στο μπλα-μπλα για να τον πείσει"
    "με μπλαμπλά και πίτσι πίτσι πας να ρίξεις το κορίτσι (στίχος παλαιού λαϊκού τραγουδιού)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.