μπλαμπλά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπλαμπλά < διεθνής έκφραση bla-bla
Ουσιαστικό
μπλαμπλά ουδέτερο άκλιτο
- μακρά συζήτηση, μακρηγορία
- αντιπαράθεση γνωμών χωρίς κατάληξη
- δυσφορία, που προκαλείται από μακρηγορία
- φορτική συζήτηση
- "τον έπιασε στο μπλα-μπλα για να τον πείσει"
- "με μπλαμπλά και πίτσι πίτσι πας να ρίξεις το κορίτσι (στίχος παλαιού λαϊκού τραγουδιού)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.