πέτρας

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpe.tɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέτρας

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πέτρας θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πέτρᾱς θηλυκό

  1. γενική ενικού του πέτρα
  2. αιτιατική πληθυντικού του πέτρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.