πέσε
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
πέσε
β΄
πρόσωπο
ενικού
προστακτικής
αορίστου
(
έπεσα
)
του
πέφτω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ρηματικός τύπος
πέσε
β΄
πρόσωπο
ενικού
προστακτικής
αορίστου
(
ἔπεσον
)
του
πίπτω
επικός τύπος
του
ἔπεσε
-
γ΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
αορίστου
επικού
(
πέσον
)
του
πίπτω
→
δείτε
παράθεμα στο
πίπτω
άλλη μορφή:
πέσεν
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.