πέσε

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πέσε



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

πέσε

  1. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής αορίστου (ἔπεσον) του πίπτω
  2. επικός τύπος του ἔπεσε - γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής αορίστου επικού (πέσον) του πίπτω
     δείτε παράθεμα στο πίπτω
    άλλη μορφή: πέσεν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.