πάγκαλος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πάγκαλος < αρχαία ελληνική πάγκαλος < παν + καλός

Επίθετο

πάγκαλος -η, -ο

  • ωραιότατος
    την πάγκαλη, την άπιαστη, την ποθητή την κόρη (Β. Ρώτας)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.