οἰμώζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- οἰμώζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
οἰμώζω
- θρηνώ, οδύρομαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 125 (στίχοι 125-126)
- ἦ κε μέγ᾽ οἰμώξειε γέρων ἱππηλάτα Πηλεύς, | ἐσθλὸς Μυρμιδόνων βουληφόρος ἠδ᾽ ἀγορητής,
- πόσον ο ιππόμαχος Πηλεύς θα εγόγγυζεν ο γέρος | των Μυρμιδόνων ρήτορας καλός και βουληφόρος,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἦ κε μέγ᾽ οἰμώξειε γέρων ἱππηλάτα Πηλεύς, | ἐσθλὸς Μυρμιδόνων βουληφόρος ἠδ᾽ ἀγορητής,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 159.1
- Ἦ κε μέγ᾽ οἰμώξειε ὁ Πελοπίδης Ἀγαμέμνων πυθόμενος Σπαρτιήτας τὴν ἡγεμονίην ἀπαραιρῆσθαι ὑπὸ Γέλωνός τε καὶ Συρηκοσίων.
- «Νά που ο απόγονος του Πέλοπα, ο Αγαμέμνων, θα βγάλει βαθύ στεναγμό μαθαίνοντας ότι οι Σπαρτιάτες καθαιρέθηκαν απ᾽ την αρχηγία από τον Γέλωνα και τους Συρακουσίους!
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ἦ κε μέγ᾽ οἰμώξειε ὁ Πελοπίδης Ἀγαμέμνων πυθόμενος Σπαρτιήτας τὴν ἡγεμονίην ἀπαραιρῆσθαι ὑπὸ Γέλωνός τε καὶ Συρηκοσίων.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 1206 (1206-1207)
- ᾤμωξε δ᾽ εὐθὺς καὶ περιπτύξας χέρας | κυνεῖ προσαυδῶν τοιάδ᾽· Ὦ δύστηνε παῖ,
- Βογκάει, τυλίγει τα χέρια του γύρω της | και τη φιλάει, ενώ της μίλαε και της έλεγε: «Δύσμοιρη κόρη,
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ᾤμωξε δ᾽ εὐθὺς καὶ περιπτύξας χέρας | κυνεῖ προσαυδῶν τοιάδ᾽· Ὦ δύστηνε παῖ,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 125 (στίχοι 125-126)
- (για τραυματία) βογγώ, στενάζω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 395
- σμερδαλέον δὲ μέγ᾽ ᾤμωξεν, περὶ δ᾽ ἴαχε πέτρη,
- Μούγκρισε τότε από τον πόνο, κι άγρια η φωνή του αντήχησε γύρω στην πέτρινη σπηλιά·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- σμερδαλέον δὲ μέγ᾽ ᾤμωξεν, περὶ δ᾽ ἴαχε πέτρη,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 395
- (μεταβατικό) συμπονώ, θρηνώ, οικτίρω
- (στην προστακτική για έκφραση κατάρας) σκάσε, πλάνταξε, βούλωσέ το
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1503
- οἴμωζε μεγάλ᾽.
- Να σκάσεις.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- οἴμωζε μεγάλ᾽.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1503
Συνώνυμα
- οἰμώσσω
- οἰμώττω
Σύνθετα
- ἀνοιμώζω
- ἀποιμώζω
- ἐξοιμώζω
- ἐποιμώζω
- κατοιμώζω
- προσανοιμώζω
- προσοιμώζω
- συνανοιμώζω
- συνοιμώζω
- ὑποιμώζω
Συγγενικά
- ἀνοιμωκτί
- ἀνοίμωκτος
- οἰμωξία
- οἰμωγή
- οἴμωγμα
- οἰμωγμός
- οἰμωκτί
- οἰμωκτία
- οἰμωκτικός
- οἰμωκτός
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- οἰμώζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἰμώζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.