οψιλέ

Τσακωνικά (tsd)

Ετυμολογία

οψιλέ <  δείτε τη λέξη ψιλέ: κληρονομημένο από τη δωρική διάλεκτο ὀπτίλος (αρχαία ελληνική ὀφθαλμός)

Ουσιαστικό

οψιλέ αρσενικό

Πηγές

  • Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.