οφθαλμοσκοπικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οφθαλμοσκοπικά < οφθαλμοσκοπικός +

Επίρρημα

οφθαλμοσκοπικά

Πηγές

  • οφθαλμοσκοπικά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

οφθαλμοσκοπικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.