ουφ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ουφ: (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈuf/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ουφ

Επιφώνημα

ουφ

  • δηλώνει:
    1. δυσαρέσκεια, απογοήτευση
    2. ανακούφιση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.