ουφ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ουφ: (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈuf/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ουφ
Επιφώνημα
ουφ
- δηλώνει:
- δυσαρέσκεια, απογοήτευση
- ανακούφιση
Πηγές
- ουφ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.