ουρήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ουρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ουρώ
  2. θα ουρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ουρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ουρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ούρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.