οργανικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
οργανικά
<
οργανικός
Επίρρημα
οργανικά
κατά τρόπο
οργανικό
, συνολικό και όχι αποσπασματικό
τα νέα μέτρα είναι
οργανικά
ενταγμένα στη συνολικότερη πολιτική της κυβέρνησης
βιολογικά
αυτά τα τρόφιμα προέρχονται από
οργανικά
καλλιεργημένα φυτά
Μεταφράσεις
οργανικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
οργανικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
οργανικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.