οργανικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οργανικά < οργανικός

Επίρρημα

οργανικά

  1. κατά τρόπο οργανικό, συνολικό και όχι αποσπασματικό
    τα νέα μέτρα είναι οργανικά ενταγμένα στη συνολικότερη πολιτική της κυβέρνησης
  2. βιολογικά
    αυτά τα τρόφιμα προέρχονται από οργανικά καλλιεργημένα φυτά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

οργανικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.