οργίλως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οργίλως < ελληνιστική κοινή ὀργίλως < αρχαία ελληνική ὀργίλος
Μεταφράσεις
οργίλως
|
→ δείτε τη λέξη οργισμένα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.