ομοφυλόφιλων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ομοφυλόφιλων

  1. γενική πληθυντικού του ομοφυλόφιλος
  2. γενική πληθυντικού του ομοφυλόφιλη
  3. γενική πληθυντικού του ομοφυλόφιλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.