ομολογουμένως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ομολογουμένως < αρχαία ελληνική ὁμολογουμένως < ὁμολογούμενος, μετοχή ενεστώτα του ὁμολογέομαι, -οῦμαι

Επίρρημα

ομολογουμένως

ομολογουμένως, η συνεισφορά του στην επιστήμη ήταν εξαιρετικά σημαντική

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.