ομιλητικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ομιλητικά
<
ομιλητικός
+
-ά
Επίρρημα
ομιλητικά
με
ομιλητικό
τρόπο
, με
ομιλητικότητα
Μεταφράσεις
ομιλητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ομιλητικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ομιλητικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.