ξοφλάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξοφλάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ξοφλάω, παθητική μετοχή: ξοφλημένος
- ξεπληρώνω εξ ολοκλήρου ένα χρέος, χρηματικό ή μη, εξοφλώ
- πληρώνω εξ ολοκλήρου ένα οφειλόμενο ποσό
- (αμετάβατο) αποτυγχάνω ολοκληρωτικά στη σταδιοδρομία μου ή γενικότερα στη ζωή μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.