ξεφλουδίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεφλουδίζομαι < ξεφλουδίζω < ξε και φλούδα
Ρήμα
ξεφλουδίζομαι
- χάνω την ανώτερη στοιβάδα του δέρματος σε ορισμένες περιοχές λόγω εγκαύματος από τον ήλιο ή εξαιτίας δερματολογικής πάθησης (όμως εκφέρεται και με το ξεφλουδίζω)
- χάνω το λεπτό εξωτερικό μου περίβλημα, τη φλούδα
- Ο ανανάς δεν ξεφλουδίζεται, για αχλάδι τον πέρασες;
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξεφλουδίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.