ξετινάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξετινάζω < ξε- + τινάζω

Ρήμα

ξετινάζω, παθ. φωνή: ξετινάζομαι, παθ.μτχ.: ξετιναγμένος

  1. τινάζω έντονα με σκοπό να καθαρίσω τελείως κάτι
  2. (μεταφορικά) παίρνω από κάποιον όλα τα λεφτά του
  3. (μεταφορικά), (οικείο) ταλαιπωρώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.