ξετινάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξετινάζω, παθ. φωνή: ξετινάζομαι, παθ.μτχ.: ξετιναγμένος
- τινάζω έντονα με σκοπό να καθαρίσω τελείως κάτι
- (μεταφορικά) παίρνω από κάποιον όλα τα λεφτά του
- (μεταφορικά), (οικείο) ταλαιπωρώ
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξετινάζω | ξετίναζα | θα ξετινάζω | να ξετινάζω | ξετινάζοντας | |
| β' ενικ. | ξετινάζεις | ξετίναζες | θα ξετινάζεις | να ξετινάζεις | ξετίναζε | |
| γ' ενικ. | ξετινάζει | ξετίναζε | θα ξετινάζει | να ξετινάζει | ||
| α' πληθ. | ξετινάζουμε | ξετινάζαμε | θα ξετινάζουμε | να ξετινάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξετινάζετε | ξετινάζατε | θα ξετινάζετε | να ξετινάζετε | ξετινάζετε | |
| γ' πληθ. | ξετινάζουν(ε) | ξετίναζαν ξετινάζαν(ε) |
θα ξετινάζουν(ε) | να ξετινάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξετίναξα | θα ξετινάξω | να ξετινάξω | ξετινάξει | ||
| β' ενικ. | ξετίναξες | θα ξετινάξεις | να ξετινάξεις | ξετίναξε | ||
| γ' ενικ. | ξετίναξε | θα ξετινάξει | να ξετινάξει | |||
| α' πληθ. | ξετινάξαμε | θα ξετινάξουμε | να ξετινάξουμε | |||
| β' πληθ. | ξετινάξατε | θα ξετινάξετε | να ξετινάξετε | ξετινάξτε | ||
| γ' πληθ. | ξετίναξαν ξετινάξαν(ε) |
θα ξετινάξουν(ε) | να ξετινάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξετινάξει | είχα ξετινάξει | θα έχω ξετινάξει | να έχω ξετινάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξετινάξει | είχες ξετινάξει | θα έχεις ξετινάξει | να έχεις ξετινάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξετινάξει | είχε ξετινάξει | θα έχει ξετινάξει | να έχει ξετινάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξετινάξει | είχαμε ξετινάξει | θα έχουμε ξετινάξει | να έχουμε ξετινάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξετινάξει | είχατε ξετινάξει | θα έχετε ξετινάξει | να έχετε ξετινάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξετινάξει | είχαν ξετινάξει | θα έχουν ξετινάξει | να έχουν ξετινάξει |
| |
Μεταφράσεις
ξετινάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.