ξεραίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεραίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεραίνω

Ρήμα

ξεραίνομαι

  1. σκληραίνω χάνοντας το νερό που περιείχα
  2. πέφτω και κοιμάμαι αμέσως πολύ βαθιά

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.