ξενοκοιτάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξενοκοιτάζω
- ενώ είμαι δεσμευμένος, διερευνώ με ενδιαφέρον και άλλες επιλογές, κυρίως ερωτικές
- Η γυναίκα του είναι κούκλα αλλά αυτός ξενοκοιτάζει
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξενοκοιτάζω | ξενοκοίταζα | θα ξενοκοιτάζω | να ξενοκοιτάζω | ξενοκοιτάζοντας | |
| β' ενικ. | ξενοκοιτάζεις | ξενοκοίταζες | θα ξενοκοιτάζεις | να ξενοκοιτάζεις | ξενοκοίταζε | |
| γ' ενικ. | ξενοκοιτάζει | ξενοκοίταζε | θα ξενοκοιτάζει | να ξενοκοιτάζει | ||
| α' πληθ. | ξενοκοιτάζουμε | ξενοκοιτάζαμε | θα ξενοκοιτάζουμε | να ξενοκοιτάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξενοκοιτάζετε | ξενοκοιτάζατε | θα ξενοκοιτάζετε | να ξενοκοιτάζετε | ξενοκοιτάζετε | |
| γ' πληθ. | ξενοκοιτάζουν(ε) | ξενοκοίταζαν ξενοκοιτάζαν(ε) |
θα ξενοκοιτάζουν(ε) | να ξενοκοιτάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξενοκοίταξα | θα ξενοκοιτάξω | να ξενοκοιτάξω | ξενοκοιτάξει | ||
| β' ενικ. | ξενοκοίταξες | θα ξενοκοιτάξεις | να ξενοκοιτάξεις | ξενοκοίταξε | ||
| γ' ενικ. | ξενοκοίταξε | θα ξενοκοιτάξει | να ξενοκοιτάξει | |||
| α' πληθ. | ξενοκοιτάξαμε | θα ξενοκοιτάξουμε | να ξενοκοιτάξουμε | |||
| β' πληθ. | ξενοκοιτάξατε | θα ξενοκοιτάξετε | να ξενοκοιτάξετε | ξενοκοιτάξτε | ||
| γ' πληθ. | ξενοκοίταξαν ξενοκοιτάξαν(ε) |
θα ξενοκοιτάξουν(ε) | να ξενοκοιτάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξενοκοιτάξει | είχα ξενοκοιτάξει | θα έχω ξενοκοιτάξει | να έχω ξενοκοιτάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξενοκοιτάξει | είχες ξενοκοιτάξει | θα έχεις ξενοκοιτάξει | να έχεις ξενοκοιτάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξενοκοιτάξει | είχε ξενοκοιτάξει | θα έχει ξενοκοιτάξει | να έχει ξενοκοιτάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξενοκοιτάξει | είχαμε ξενοκοιτάξει | θα έχουμε ξενοκοιτάξει | να έχουμε ξενοκοιτάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξενοκοιτάξει | είχατε ξενοκοιτάξει | θα έχετε ξενοκοιτάξει | να έχετε ξενοκοιτάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξενοκοιτάξει | είχαν ξενοκοιτάξει | θα έχουν ξενοκοιτάξει | να έχουν ξενοκοιτάξει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.