ξεμυτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεμυτώ και ξεμυτίζω
- προβάλλω από κάπου δειλά-δειλά, διακριτικά ή και κρυφά, για να προστατευτώ είτε από καιρικές συνθήκες είτε από άτομα που δεν θέλω να με αντιληφθούν
- Δεν ξεμυτώ με αυτό τον παλιόκαιρο
Μεταφράσεις
ξεμυτώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.