ξεμυαλισμένα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεμυαλισμένα < ξεμυαλισμένος + -α
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ξεμυαλισμένα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ξεμυαλισμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ξεμυαλισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.