ξεγράφω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεγράφω < ξε- + γράφω

Ρήμα

ξεγράφω

  1. διαγράφω, αφαιρώ κάτι ή κάποιον από έναν κατάλογο στον οποίο είχε καταγραφεί
  2. (μεταφορικά) διαγράφω κάποιον από ένα θεωρητικό κατάλογο π.χ. κατάλογο φίλων ή κατάλογο συγγενών, παύω να τον θεωρώ φίλο ή συγγενή
  3. (μεταφορικά) θεωρώ κάποιον ετοιμοθάνατο

Εκφράσεις

  • ότι γράφει δεν ξεγράφει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.