ξεγράφω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεγράφω
- διαγράφω, αφαιρώ κάτι ή κάποιον από έναν κατάλογο στον οποίο είχε καταγραφεί
- (μεταφορικά) διαγράφω κάποιον από ένα θεωρητικό κατάλογο π.χ. κατάλογο φίλων ή κατάλογο συγγενών, παύω να τον θεωρώ φίλο ή συγγενή
- (μεταφορικά) θεωρώ κάποιον ετοιμοθάνατο
Εκφράσεις
- ότι γράφει δεν ξεγράφει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.