ξαναμπαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαναμπαίνω < ξανά και μπαίνω

Ρήμα

ξαναμπαίνω

  1. (για αντικείμενα) στο τρίτο πρόσωπο, μπαίνει ξανά στη θέση του
    Αμάν! Γιατί το έβγαλες από τη θέση του; Τώρα δεν ξαναμπαίνει με τίποτα
  2. επανέρχομαι σε ένα χώρο
    Μα τώρα δεν έφυγες; Μπαίνεις, βγαίνεις, ξαναμπαίνεις, ξενοδοχείο το έκανες εδώ μέσα
    Ξαναμπές στο αμάξι αφού άρχισε να βρέχει. Ας περιμένουμε λίγο να περάσει η μπόρα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.