ξέκουμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξέκουμα < ξεκό(βω) + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkse.ku.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξέκουμα

Ουσιαστικό

ξέκουμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 226.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.