ντεραπάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ντεραπάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική derapare

Ρήμα

ντεραπάρω

  1. (για οχήματα) γλιστρώ και ξεφεύγω από την πορεία μου
    το αυτοκίνητο ντεραπάρισε στο οδόστρωμα και ανετράπη
  2. (μεταφορικά) κομπιάζω, κάνω σαρδάμ, δεν έχω έμπνευση, κολλάω ή ξεχνώ ρίμες καθώς ραπάρω, κακοραπάρω

Ταυτόσημο

Συγγενικά

  • ντεραπάρισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.