ντεραπάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ντεραπάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική derapare
Ρήμα
ντεραπάρω
- (για οχήματα) γλιστρώ και ξεφεύγω από την πορεία μου
- το αυτοκίνητο ντεραπάρισε στο οδόστρωμα και ανετράπη
- (μεταφορικά) κομπιάζω, κάνω σαρδάμ, δεν έχω έμπνευση, κολλάω ή ξεχνώ ρίμες καθώς ραπάρω, κακοραπάρω
Ταυτόσημο
Συγγενικά
- ντεραπάρισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.