ντέτεκτιβ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
ντέτεκτιβ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με ιδιωτικές αστυνομικές έρευνες
Ταυτόσημο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.