νηολογήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

νηολογήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νηολογώ
  2. θα νηολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νηολογώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

νηολογήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νηολόγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.