νηογνώμων
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νηογνώμων < αρχαία ελληνική νηο- (ναῦς) + γνώμων
Ουσιαστικό
νηογνώμων αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο γνώμων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.