νεογιλοί
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
νεογιλοί αρσενικό στον πληθυντικό
- (ανατομία) η πρώτη προσωρινή σειρά δοντιών που εμφανίζεται στα περισσότερα θηλαστικά καθώς και στους ανθρώπους.
Σημειώσεις
- στους ανθρώπους οι νεογιλοί είναι 20 (8 κοπτήρες, 4 κυνόδοντες και 8 γομφίοι).
Συνώνυμα
- γαλακτικοί οδόντες
- γαλαξίες
Μεταφράσεις
νεογιλοί
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.