μρε
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό.
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
μρε
<
μ(ω)ρέ
Επιφώνημα
μρε
(
ιδιωματικό
,
λαϊκότροπο
)
μωρέ
,
βρε
↪
ήντα
μρε
ξανοίγεις
;
μπρε
Μεταφράσεις
μρε
→
δείτε
τη
λέξη
μωρέ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.