μπουχάρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπουχάρα < (άμεσο δάνειο) αγγλική bukhara[1] < Bukhara (Μπουχάρα)

Προφορά

ΔΦΑ : /buˈxa.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουχάρα

Ουσιαστικό

μπουχάρα θηλυκό άκλιτο

  • μεγάλο χαλί για το πάτωμα, με γεωμετρικά σχέδια, κοκκινωπού χρώματος από το Ουζμπεκιστάν

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μπουχάρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.