μουχρώνει
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
μουχρώνει
<
γʹ
ενικό
οριστικής
ενεστώτα
του ρήματος
μουχρώνω
Ρήμα
μουχρώνει
(
απρόσωπο ρήμα
,
λογοτεχνικό
)
βραδιάζει
,
σκοτεινιάζει
,
σουρουπώνει
Συγγενικά
→
δείτε
τη
λέξη
μουχρός
Μεταφράσεις
μουχρώνει
γαλλικά
:
il se fait nuit
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.