μουχλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μουχλιάζω < μεσαιωνική ελληνική μοχλιάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /muˈxʎa.zo/

Ρήμα

μουχλιάζω

  1. (για αντικείμενα ή επιφάνειες) πιάνω μούχλα
    το ψωμί μούχλιασε, θα το πετάξω
  2. (μεταφορικά) περιέρχομαι σε κατάσταση απόλυτης αδράνειας
    μούχλιασα τόσο καιρό κλεισμένος μέσα στο σπίτι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.