μουσκλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μουσκλιάζω < μεσαιωνική ελληνική μούσκλιον < λατινική muscus (βρύο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mus-
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μούσκλι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μουσκλιάζω | μούσκλιαζα | θα μουσκλιάζω | να μουσκλιάζω | μουσκλιάζοντας | |
| β' ενικ. | μουσκλιάζεις | μούσκλιαζες | θα μουσκλιάζεις | να μουσκλιάζεις | μούσκλιαζε | |
| γ' ενικ. | μουσκλιάζει | μούσκλιαζε | θα μουσκλιάζει | να μουσκλιάζει | ||
| α' πληθ. | μουσκλιάζουμε | μουσκλιάζαμε | θα μουσκλιάζουμε | να μουσκλιάζουμε | ||
| β' πληθ. | μουσκλιάζετε | μουσκλιάζατε | θα μουσκλιάζετε | να μουσκλιάζετε | μουσκλιάζετε | |
| γ' πληθ. | μουσκλιάζουν(ε) | μούσκλιαζαν μουσκλιάζαν(ε) |
θα μουσκλιάζουν(ε) | να μουσκλιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μούσκλιασα | θα μουσκλιάσω | να μουσκλιάσω | μουσκλιάσει | ||
| β' ενικ. | μούσκλιασες | θα μουσκλιάσεις | να μουσκλιάσεις | μούσκλιασε | ||
| γ' ενικ. | μούσκλιασε | θα μουσκλιάσει | να μουσκλιάσει | |||
| α' πληθ. | μουσκλιάσαμε | θα μουσκλιάσουμε | να μουσκλιάσουμε | |||
| β' πληθ. | μουσκλιάσατε | θα μουσκλιάσετε | να μουσκλιάσετε | μουσκλιάστε | ||
| γ' πληθ. | μούσκλιασαν μουσκλιάσαν(ε) |
θα μουσκλιάσουν(ε) | να μουσκλιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μουσκλιάσει | είχα μουσκλιάσει | θα έχω μουσκλιάσει | να έχω μουσκλιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μουσκλιάσει | είχες μουσκλιάσει | θα έχεις μουσκλιάσει | να έχεις μουσκλιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μουσκλιάσει | είχε μουσκλιάσει | θα έχει μουσκλιάσει | να έχει μουσκλιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μουσκλιάσει | είχαμε μουσκλιάσει | θα έχουμε μουσκλιάσει | να έχουμε μουσκλιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μουσκλιάσει | είχατε μουσκλιάσει | θα έχετε μουσκλιάσει | να έχετε μουσκλιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μουσκλιάσει | είχαν μουσκλιάσει | θα έχουν μουσκλιάσει | να έχουν μουσκλιάσει |
| |
Μεταφράσεις
μουσκλιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.