μουρτζουφλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μουρτζουφλώ < μουρτζούφλης

Ρήμα

μουρτζουφλώ

  1. περιφρονώ κάποιον έμπρακτα, το δείχνω βρίζοντάς τον, αποπαίρνοντάς τον, προσβάλλοντάς τον
  2. παραπατάω κάποιον σε μια γωνιά, τον εγκαταλείπω μόνο και έρημο και αβοήθητο να μαραζώσει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.