μουρτζουφλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μουρτζουφλώ < μουρτζούφλης
Ρήμα
μουρτζουφλώ
- περιφρονώ κάποιον έμπρακτα, το δείχνω βρίζοντάς τον, αποπαίρνοντάς τον, προσβάλλοντάς τον
- παραπατάω κάποιον σε μια γωνιά, τον εγκαταλείπω μόνο και έρημο και αβοήθητο να μαραζώσει
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.