μοντέρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μοντέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική monteur < montage

Ουσιαστικό

μοντέρ αρσενικό άκλιτο

  • (επάγγελμα, κινηματογράφος) στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, ο καλλιτέχνης που ασχολείται με το μοντάζ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.