μονοσήμαντα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μονοσήμαντα < μονοσήμαντος + -α
Μεταφράσεις
μονοσήμαντα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μονοσήμαντα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μονοσήμαντος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.