μονοπωλήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μονοπωλήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονοπωλώ
  2. θα μονοπωλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονοπωλώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μονοπωλήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μονοπώληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.