μονιμοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
μονιμοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονιμοποιώ
- θα μονιμοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονιμοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μονιμοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μονιμοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.