μονιμοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μονιμοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονιμοποιώ
  2. θα μονιμοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονιμοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μονιμοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μονιμοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.