μικροαμπέρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μικροαμπέρ < μικρο- + αμπέρ ((άμεσο δάνειο) γαλλική microampère) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μικροαμπέρ ουδέτερο άκλιτο
- (φυσική) μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, που ισούται με ένα εκατομμυριοστό του αμπέρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.