μετριοπαθώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μετριοπαθώς < ελληνιστική κοινή μετριοπαθῶς < μετριοπαθής < αρχαία ελληνική μέτριος + πάσχω

Επίρρημα

μετριοπαθώς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.