μετεμψυχώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μετεμψυχώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετεμψυχώνω
  2. θα μετεμψυχώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετεμψυχώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μετεμψυχώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μετεμψύχωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.