μεταφυτευτά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταφυτευτά < μεταφυτευτός + -ά
Μεταφράσεις
μεταφυτευτά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μεταφυτευτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεταφυτευτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.